- μελανότητα
- η (ΑM μελανότης, -ητος) [μέλας]μελανάδα, μαυρίλα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («ψόφος ἀψοφία, λευκότης μελανότης», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανότητα — μελανότης blackness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανιά — και μελανία, η (ΑM μελανία) μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα νεοελλ. 1. μελανότητα τού δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα 2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… … Dictionary of Greek
μαυρότητα — μαυρότητα, ἡ (Μ) [μαύρος] το μαύρο χρώμα, η μελανότητα … Dictionary of Greek
μελάνιασμα — το [μελανιάζω] το αποτέλεσμα τού μελανιάζω, η μελανότητα τού δέρματος … Dictionary of Greek
μελανάδα — η [μελανός] 1. το μαύρο χρώμα, η μελανότητα 2. η μελανωπή κηλίδα στο δέρμα που προέρχεται συνήθως από μωλωπισμό, η μελανιά 3. το μελανό χρώμα τού δέρματος που προέρχεται από ψύχος ή από παθολογικά αίτια … Dictionary of Greek
μαυρίλα — η 1. το να είναι κάτι μαύρο, η μελανότητα. 2. σκοτάδι, σκοτεινιά: Η μαυρίλα της νύχτας. 3. μτφ., πένθος, συμφορά: Στην οικογένειά του έπεσε μεγάλη μαυρίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)